-
1 всевозможный
επ.παντοειδής, πολυποίκιλος, Ολων των ειδών, κάθε λογής, είδους, παντοδαπός•всевозможный товар παντοειδές εμπόρευμα•
-ые цветы όλων των ειδών λουλούδια.
-
2 межвидовой
επ. ο μεταξύ των ειδών•-ое скрещивание η μεταξύ των ειδών διασταύρωση.
-
3 μετέχω
Aμεθέξω Th.8.86
, later μεθέξομαι ([ per.] 3sg. misspelt μεθέξετε) IG3.1427: [tense] pf.μετέσχηκα Hdt.3.80
:—partake of, share in:— Constr.:1 mostly c. gen. rei only, κακοτάτων, βρόδων, Alc.l.c., Sapph.68.2; ἀγαθῶν, κακῶν, βίου, Thgn.82, 354, cf.A.Pr. 333; τῆς τοῦ Μάγου ὕβριος Hdt.l.c.; μ. τοῦ λόγου to be in the secret, Id.1.127;τοῦ ἔργου And.1.62
: c. gen. pers., μ. τῶν πεντακισχιλίων to be members of the 5, 000, Th.l.c.; μ. τῆς πόλεως, τῆς πολιτείας, Lys.6.48, 30.15; ; alsoἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μ. 1 Ep.Cor.10.17
: with dat. pers. added, μ. τινός τινι partake of something in common with another,οὔ οἱ μ. θράσεος Pi.P.2.83
;πόνων μ. Ἡρακλέει E. Heracl.8
;τῶν αὐτῶν ἔργων Ἐρατοσθένει μ. Lys.12.58
;μ. ἱερῶν καὶ θυσιῶν τισι X.HG2.4.20
;μ. τῶν ἴσων τισί Id.Cyr.2.1.15
, cf. Pl.Lg. 805d;κινδύνων Plb.3.16.3
; also .2 freq. the part or share is added,τοῦ πεδίου οὐκ ἐλαχίστην μοῖραν μ. Hdt.1.204
;μ. τάφου μέρος A.Ag. 507
, cf.Ar.Pl. 226, Lys.31.5;πλεῖστόν σου μέρος μεθέξομεν X.Cyr.7.5.54
.3 c. acc. rei, μ. τὸ ἴσον (sc. μέρος) τῶν ἀγαθῶν τινι ib.7.2.28, cf. E.Fr. 787;μ. τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί Ar.Pl. 1144
;μ. τινὶ τὴν μερίδα PPetr.3p.67
(iii B.C.).4 rarely c. acc. only,ἀκερδῆ χάριν μ. S.OC 1484
(lyr.).5 c. dat. rei only in a corrupt passage,τῇ.. κατὰ τὴν χώραν.. οἰκήσει μετεῖχον Th.2.16
.6 μ. περὶ ἔργων καὶ τεχνῶν have some knowledge respecting.., Arist.Pol. 1282a11.7 abs., to be a partner, PRev.Laws14.11 (iii B.C.); οἱ μετέχοντες the partners, accomplices, Hdt.8.132.II in Platonic Philos., participate in a universal, Arist.Metaph. 990b31, 1037b19; τὰ μετέχοντα, opp. αἱ ἰδέαι, ib. 991a3:—[voice] Pass., μετέχονται (sc. αἱ ἰδέαι) are participated in, ib. 990b30, cf. S.E.M.4.16, Procl.in Prm.p.650 S., etc. -
4 φίλος
φίλος, η, ον, also ος, ον Pi.O.2.93: [[pron. full] ῐ: but Hom. uses the voc. φίλε with [pron. full] ῑ at the beginning of a verse, v. infr.].I pass., beloved, dear, Il.1.20, etc.;παῖδε φίλω 7.279
; freq. c. dat., dear to one,μάλα οἱ φ. ἦεν 1.381
;φ. ἀθανάτοισι θεοῖσι 20.347
, etc.: voc., φίλε κασίγνητε (at the beginning of the line) 4.155, 5.359; with neut. nouns,φίλε τέκνον Od.2.363
, 3.184, etc.; butφίλον τέκος Il.3.162
; also φίλος for φίλε ([dialect] Att., acc. to A.D.Synt.213.28),φίλος ὦ Μενέλαε Il.4.189
, cf. 9.601, 21.106, al., Pi.N.3.76, A.Pr. 545 (lyr.), E.Supp. 277 (lyr.), Ar.Nu. 1168(lyr.): gen. added to the voc.,φίλ' ἀνδρῶν Theoc. 15.74
, 24.40;ὦ φίλα γυναικῶν E.Alc. 460
(lyr.): as Subst.:a φίλος, ὁ, friend, κουρίδιος φίλος, i.e. husband, Od.15.22; φίλοι friends, kith and kin,νόσφιφίλων Il.14.256
;τῆλεφίλων Od.2.333
, cf.6.287; φ. μέγιστος my greatest friend, S.Aj. 1331; φίλοι οἱ ἐγγυτάτω, οἱ ἔγγιστα, Lys. 1.41 codd., Plb.9.24.2; after Hom. freq. with a gen.,ὁ Διὸς φίλος A.Pr. 306
; τοὺς ἐμαυτοῦ φ., τοὺς τούτων φ., Aeschin.1.47;φ. ἐμός S.Ph. 421
; τῶν ἐμε̄ν φ. ib. 509;τοὺς σφετέρους φ. X.HG4.8.25
: prov., ἔστιν ὁ φ. ἄλλος αὐτός a friend is another self, Arist.EN 1166a31;κοινὰ τὰ τῶν φ. Pl.Phdr. 279c
, cf. Arist.EN 1159b31;οὐθεὶς φ. ᾧ πολλοὶ φ. Id.EE 1245b20
; also of friends or allies, opp. πολέμιοι, X.HG 6.5.48;φ. καὶ σύμμαχος D.9.12
, etc.; of a lover, X.Mem.3.11.4 (in bad sense, Lac.2.13); φίλε my friend, as a form of courteous address, Ev.Luc.14.10, etc.; in relation to things,οἱ μουσικῆς φ. E.Fr.580.3
; ; ;Χίους φ. ποιῆσαι Lys. 14.36
, etc.;ποιεῖσθαι Luc.Pisc.38
;κτᾶσθαι Isoc.2.27
, cf. Th.2.40; ;φίλῳ χρῆσθαί τινι Antipho 5.63
;ἡμᾶς ἔχειν φίλους And.1.40
; for Hdt.3.49, v. φίλιος.b φίλη, ἡ, dear one, friend,κλῦτε, φίλαι Od.4.722
; ; of a wife, φίλην τινὰ ἄγεσθαι take as one's wife, Il.9.146, 288; ἡ Ξέρξου φ., of his mother, A.Pers. 832; of a mistress, X.Mem.2.1.23, 3.11.16; .c φίλον, τό, an object of love, τὸ φ. σέβεσθαι to reverence what the city loves, S.OC 187 (lyr.): addressed to persons, darling,φ. ἐμόν Ar.Ec. 952
(lyr.); so φίλτατον ib. 970; τὰ φίλτατα one's nearest and dearest, dear ones, such as wife and children, A.Pers. 851, Eu. 216, S.OT 366, OC 1110, E.Med.16: v. φίλτατος; τἀμὰ φίλα, τὰ σὰ φ., Id. Ion 523 (troch.), 613.d οἱ πρῶτοι φίλοι, a title at the Ptolemaic court, OGI99.3, PTeb.11.4 (ii B. C.), etc.; or simplyοἱ φ. τοῦ βασιλέως OGI100.1
; or οἱ φ. alone, ib. 115.4; τῶν φ. και διοικητοῦ one of the king's friends and dioecetes, PTeb.79.56 (ii B. C.).2 of things, pleasant, welcome,δόσις ὀλίγη τε φ. τε Od.6.208
, cf. Il.1.167: c. dat. pers., , cf. Od.8.248, 13.295;οὐ φίλα τοι ἐρέω Hdt.7.104
; δαίμοσιν πράσσειν φίλα their pleasure, A.Pr. 660, cf. infr. 11.b freq. as predic., φίλον ἐστί or γίγνεταί μοι pleases me, it is after my own heart,εἴ πού τοι φίλον ἐστί Od.7.320
; μὴ φ. Διὶ πατρὶ γένοιτο ib. 316, cf. Il.7.387;εἰ τόδε πᾶσι φ. καὶ ἡδὺ γένοιτο 4.17
;καί τοι φ. ἔπλετο θυμῷ Od.13.145
, etc.; : less freq. c. inf., ; , cf. 24.334, Od. 14.378; so , cf. 108, 4.97: rarely c. part., εἰ τόδ' αὐτῷ φιλον κεκλημένῳ if it please him to be so called, A.Ag. 161 (lyr.): agreeing with pl., , cf. Od.17.15;ἔνθα φίλ' ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι Il.4.345
; .c in Hom. and early Poets, one's own; freq. of limbs, life, etc., φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν he took away dear life, Il.5.155, cf. 22.58;κατεπλήγη φίλον ἦτορ 3.31
;εἰς ὅ κε.. μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ 9.610
;φίλον κατὰ λαιμόν 19.209
; esp. of one's nearest kin,πατὴρ φ. 22.408
, Sapph.Supp.20a.11;ἄλοχος φ. Il.5.480
: cf. φίλτατος: as a standing epith. when no affection is implied, μητρὶ φίλῃ Ἀλθαίῃ χωόμενος κῆρ angry with his own mother, Il.9.555: simply to denote possession,φίλα εἵματα 2.261
; φ. πόνος their wonted labour, Theoc.21.20.d applied to the numbers 284 and 220, Iamb. in Nic.p.35P.II less freq. (chiefly poet.) in act. sense, loving, friendly, Od.1.313, cf. Il.24.775: c. gen., φίλαν ξένων ἄρουραν friendly to strangers, Pi.N.5.8, cf. P.3.5: of things, kindly, pleasing,φίλα φρεσὶ μήδεα εἰδώς Il.17.325
; φίλα φρονέειν τινί feel kindly, Il.4.219;φ. ἐργάζεσθαί τινι Od.24.210
;φ. εἰδέναι τινί 3.277
; φ. ποιέεσθαί τινι deal with one in friendly fashion, do one a pleasure, Hdt.2.152, 5.37.III Adv. φίλως, once in Hom., φίλως χ' ὁρόῳτε ye would fain see it, Il.4.347, cf. Hes. Sc.45, A.Ag. 247(lyr.), [ 1591], etc.; φ. ἐμοί in a manner dear or pleasing to me, ib. 1581.2 in a friendly, kindly spirit,τήνδε τὴν πόλιν φ. εἰπών S.OC 758
;φ. δέχεσθαί τινα X.HG4.8.5
, cf. Pl.Epin. 988c.IV φίλος has several forms of comparison:1 [comp] Comp. φιλίων [pron. full] [λῐ], ον, gen. ονος, Od.19.351, 24.268: [comp] Sup. φίλιστος, η, ον, interpol. in S.Aj. 842.2 [comp] Comp. φίλτερος, [comp] Sup. φίλτατος, v. sub voce.3 [comp] Comp.φιλαίτερος X.An.1.9.29
, Call.Del.58: [comp] Sup.φιλαίτατος X.HG7.3.8
, Theoc.7.98.5 also as [comp] Comp.,μᾶλλον φίλος A.Ch. 219
, S.Ph. 886;φ. μᾶλλον Thphr. CP6.1.4
; [comp] Sup.,μάλιστα φ. X.Cyr.8.1.17
. -
5 межпородный
επ. ο μεταξύ των ειδών, ρατσών•-ое скрещивание διασταύρωση μεταξύ ειδών.
-
6 вещевой
επ.των πραγμάτων, των ειδών•вещевой ое снабжение εφοδιασμός σε είδη•
вещевой склад αποθήκη πραγμάτων.
-
7 вещественный
επ.1. υλικός, ουσιαστικός• φυσικός, σωματικός•вещественный мир ο υλικός κόσμος.
2. των πραγμάτων, των ειδών•вещественный ущерб η ζημιά σε πράγματα.
εκφρ.- ые доказательства – τα πειστήρια. -
8 масть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. χρώμα τριχώματος ζώων (κυρίως για άλογα)•лошадь вороной -и το μαύρο άλογο•
серая масть γκρίζο χρώμα.
2. (χαρτπ.) το χρώμα•червонная масть το χρώμα της κούπας.
εκφρ.в масть; к -и; под масть – (απλ.) ταιριάζει, πηγαίνει•не под масть – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•одной -и; под одну масть – (απλ.) ένα και το ίόιο ή αυτό, το ίδιο πράγμα, ομοειδή πράγματα•всех -и – όλων των ειδών ή αποχρώσεων•оппортунизм всех -ей – οππορτουνισμός όλων των αποχρώσεων•к -и быть ή приходится – ταιριάζει, πηγαίνει. -
9 μέθεξις
A participation, οὐσίας μετὰ χρόνου participation of being in time, Pl.Prm. 151e; χρόνου in time, ib. 141d;αἱ μ. τῶν ἀρχῶν Arist.Pol. 1278a23
.II in Platonic philosophy, participation in the ideas,ἡ μ. τοῖς ἄλλοις.. τῶν εἰδῶν Pl.Prm. 132d
, cf. Arist.Metaph. 987b10; ταὐτοῦ in the same, Pl.Sph. 256b.III in Logic, κατὰ μέθεξιν as being contained or comprehended, as genus or difference in species, Arist.Top. 132b35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέθεξις
-
10 προσεχής
προσεχ-ής, ές, of Place,A next to, π. σφίσι ἑστάναι, in battle, Hdt.9.28, cf. 102;νῆσος -εστάτη τῇ ἠπείρῳ Str.14.6.1
; ἔπλωον προσεχέες τῇ γῇ keeping close to.., Arr.Ind.33: c. gen., π. τῶν κρημνῶν (fort. τῷ κρημνῷ)νάπη D.H.1.32
; οὐδέν ἐστιν ἑτέρου λίθου π. σιδήρῳ καὶ κόλλῃ attached with.., Paus.8.37.3.b in geogr. sense, bordering upon, adjoining, c. dat.,Λίβυες οἱ π. Αἰγύπτῳ Hdt.3.91
: c. gen.,τὸ π. τοῦ κάτω κόσμου Arist.Mete. 340b12
, cf. Paus.8.4.3: abs., οἱ προσεχέες their next neighbours, Hdt.3.89,93.2 exposed to the wind,π. ἀκταὶ τοῖς ἐτησίαις Anon.
ap. Suid.;π. αἰγιαλὸς Λιβί Str.5.3.6
: abs.,π. καὶ ἀλίμενος Id.4.6.2
, cf. 5.4.4, D.H.3.44.3 closely connected, : [comp] Comp.,- έστερον νῷ Plot.5.4.2
: hence, appropriate, suitable, proper,ὑποθῆκαι π. τῇ πολιτικῇ διοικήσει Phld.Rh.2.272
S.;κυριώτατα καὶ -έστατα ὀνόματα D.H. Comp.3
;ἄγαλμα -έστατον τῇ λύρᾳ Philostr.Im.1.10
; παραδείγματα Aps.p.280 H. ([comp] Comp.).4 proximate, immediate, particular, κατὰ τὸ π. καὶ ἀκριβές, opp. κατὰ τὸν ἀνωτάτω λόγον, Placit.4.4.1; κατὰ τὸ π., opp. κατὰ κοινόν, Sor.2.44, cf. 1.4; τὰ π. καλούμενα μόρια (of the lower limb, viz. thigh, foot, etc.) Gal.7.735, cf. 1.465; τὸ π. τῆς φύσεως αὐτῆς (sc. τῆς ψυχῆς ) its particular nature, Plot.4.2.1;ἡ π. αἰτία Procl.Inst.31
;ὁ π. τοῦ κόσμου δημιουργός Jul.Gal. 99d
. Adv. - χῶς immediately, Id.Or.5.175a, Plot.2.1.5; τὰ π. γεννητικά τινος proximate sources or origins, Gal.5.677;π. συνηρτημένος Iamb.Myst.5.9
, cf. Porph.Intr.4.32, Dam.Pr. 102, al.II of Time, recently, Paul.Aeg.6.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεχής
-
11 ἀντιστρέφω
A turn to the opposite side:—[voice] Pass., to be turned in the opposite direction, μόχλος ἀντεστραμμένος reversed lever, Ph.Bel.59.25; turn and look at, Aristaenet.1.4: also c. acc.,οὐδ' ἀ. ὃ λέγουσιν
cast a glance at,Phld.
Rh.1.245S. Adv.ἀντεστραμμένως Arist.IA 712a4
.2 intr., wheel about, face about, X. Ages.1.16.IV in Logic, to be convertible, Arist. Cat. 14b11, al.; τὰ γένη κατὰ τῶν εἰδῶν κατηγοπεῖται, τὰ δὲ εἴδη κατὰ τῶν γενῶν οὐκ ἀντιστπέφει are not conversely predicable of genera, ib. 2b21: impers., the relation is reciprocal,Id.
GC 337b23, cf. de An. 423a21, Pr. 883b8; περὶ ἀντιστπεφόντων λόγων καὶ συνημμένων complementary propositions, title of work by Chrysipp.: so of metaphors, Anon.Fig.p.228S.2 most freq. in the doctrine of syllogism, of reduction by conversion of one of the premisses, Arist. APr. 50b25; either of the terms, τὸ Β τῷ Α ἀντιστρέφει the term B is convertible with A, ib. 67b30,al.; τὸ Γ πρὸς τὸ Α ἀ. ib.38; ἀ. τὸ καθόλου τῷ κατὰ μέρος ib. 31a27, al.; or of the propositions, ib. 25a8, al.; ἀ. καθόλου to be simply convertible, ib.28; ἀ. ἐπὶ μέρους, ἐν μέρει, κατὰ μέρος, ib. 39a15, 25a8,10.3 in [voice] Pass., of propositions, to be converted or changed into their opposites, Id.APr. 45b6, APo. 80b25, al.4 to be interdependent, have a reciprocal nexus,τὰ μὲν οὖν ἀ... καὶ ποιητικὰ ἀλλήλων καὶ παθητικὰ ὑπ' ἀλλήλων Id.GC 328a19
: hence of cyclical argument, ἐν μόνοις τοῖς ἀ. κύκλῳ καὶ δι' ἀλλήλων (sc. αἱ ἀποδείξεις) Id.APr. 58a13, cf. APo. 95b40, GC 337b23.5 generally, to be suited conversely for one or another purpose,ὁ τόπος ἀντιστπέφει πρὸς τὸ ἀνασκευάζειν καὶ κατασκευάζειν Id.Top. 109b25
; ἀ. πρὸς ἄμφω ib. 112a27,al.V [tense] pf. part. [voice] Pass., conversely opposed, of concavities, facing one another, ; but, back to back, Plb.6.32.6.2 in Logic, converted,συλλογισμὸς -μμένος Arist.APr. 44a31
; πρότασις ib. 58a1; ἀ. τῇ πάχνῃ ὁ εὐρώς its converse, Id.GA 784b16;ἡ ἀ. πρόσθεσις Id.Ph. 207a23
.3 Adv. ἀντεστραμμένως inversely, ib. 206b5; conversely, PA 684b35, IA 712a4, al.; in Logic, opposedly, Id.Int. 22a34.VI of lyrics, possess strophe and antistrophe, Aristid.Quint.1.29, Sch.Ar.Ach. 1037, Sch.Heph. p.167C.VII of grammatical construction, to be inverted, A.D. Synt.180.16,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιστρέφω
-
12 μεταληπτικον
-
13 ареал
(бот., зоол.) η περιοχή (διάδοσης/εξάπλωσης των ειδών ζώων ή φυτών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ареал
-
14 парцель
(часть пароходного груза) το μικρό φορτίο, το άθροισμα των ειδών για μια και μόνο φόρτωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парцель
-
15 происхождение
происхождениес1. ἡ καταγωγή, τό γένος:кто он по \происхождениею? ποια εἶναι ἡ καταγωγή του;· грек (русский) по \происхождениею ἐλληνικής (ρωσικής) καταγωγής, Ελληνας (Ρώσος) τό γένος· социальное \происхождение ἡ κοινωνική προέλευση·2. (возникновение) ἡ προέλευση, ἡ καταγωγή, ἡ γένεση [-ις]:\происхождение видов биол. ἡ καταγωγή τῶν είδών \происхождение языка ἡ προέλευση τής γλώσσας. -
16 различие
разли́ч||иес ἡ διαφορά, ἡ διάκριση [-ις]:\различие во взглядах ἡ διαφορά ἀπόψεων классовые \различиеия ἡ ταξική διαφορά· видовое \различие биол. ἡ διαφορά τῶν είδών без \различиеия χωρίς διάκριση· делать \различие между кем-л. κάνω διάκριση ἀνάμεσα σέ κάποιους· ◊ знаки \различиеия воен. τά διακριτικά. -
17 διαφορά
η1) различие, разница;ουσιαστική διαφορά — существенная разница;
ταξική διαφορά — классовые различия;
διαφορά στην ηλικία (στην τιμή) — разница в годах (в цене);
η διαφορά είναι στο ότι... — разница в том, что...;
με τη διαφορά ότι... — с той разницей, что...;
2) несогласованность, отсутствие единства; расхождение, разногласие;διαφορά απόψεων ( — или αντιλήψεων, γνωμών) — расхождения во взглядах, разногласия;
3) спор, конфликт;λύνω τη διαφορά — разрешить конфликт, спор;
4) доход, прибыль;5) мат. остаток;§ βς μοιράσωμε την διαφορά — давайте пойдём на компромисс
-
18 καθαρότης
A purity of αἰθήρ as compared with ἀήρ, Pl.Phd. 111b: metaph., [ἡ σοφία] χωρεῖ διὰ πάντων διὰ τὴν κ. LXX Wi.7.24; ἡ τῶν εἰδῶν κ. Dam.Pr. 308; ἄμικτος καὶ ἀσύγχυτος κ. ibid.5 honesty, ἡ περὶ τὰ χρήματα κ. Plb.31.25.9; ἐπιείκεια καὶ κ. POxy.67.6 (iv A.D.); πίστις καὶ κ. Michel 545.18 (Phrygia, ii B.C.).6 purity, lucidity, of literary style, Sch.Hermog.in Rh.7.81W.7 as a title, Rectitude, Holiness, POxy.2110.16 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρότης
-
19 μεθεκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθεκτικός
-
20 προέμφασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προέμφασις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
Νέα Υόρκη — (New York). Πολιτεία (127.190 τ. χλμ., 19.011.378 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο διαμέρισμα του Μέσου Ατλαντικού. Είναι η πολυπληθέστερη αμερικανική μεγαλούπολη, καθώς επίσης και οικονομικό, ασφαλιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό, τουριστικό, πολιτιστικό … Dictionary of Greek
Δαρβίνος, Κάρολος Ροβέρτος — (Charles Robert Darwin, Σρούσμπερι 1809 – Ντάουν 1882). Άγγλος φυσιοδίφης. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Κέιμπριτζ, από το 1831 έως το 1836 συμμετείχε ως φυσιοδίφης σε ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek